μυγοθήρες

μυγοθήρες
οι
ζωολ. λόγια απόδοση τής επιστημονικής ονομασίας muscicapidae, μεγάλης οικογένειας στρουθιόμορφων πτηνών στην οποία ανήκουν διάφορες κατηγορίες πουλιών, όπως είναι τα αηδόνια, οι κότσυφες, οι μουστακαλήδες, οι κοκκινολαίμηδες, οι βασιλίσκοι, οι μυγοχάφτες κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυγοχάφτης — Βλ. λ. μυϊοθηρίδες. * * * ο, θηλ. ισσα 1. (για ζώα) αυτό που τρώγει μύγες 2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο εύπιστο, μωρόπιστο 3. ζωολ. κοινή ονομασία στρουθιόμορφων πτηνών κυρίως τών γενών muscicapa, ficedula και tyranidae τής οικογένειας μυγοθήρες, που …   Dictionary of Greek

  • μυιοθήρας — ο (Α μυιοθήρας) νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία ενός είδους πτηνών τής οικογένειας μυγοθήρες αρχ. αυτός που κυνηγά τις μύγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο θήρας] …   Dictionary of Greek

  • μύαγρος — ο (Α μύαγρος) νεοελλ. ζωολ. είδος πτηνού τής οικογένειας μυγοθήρες αρχ. 1. φίδι που πιάνει τα ποντίκια 2. το φυτό μελάμπυρον 3. το φυτό μυάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντίκι» + αγρος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. θήραγρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”